ὑποχώρημα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ατος, τό, downward evacuation, evacuation, excrement, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
matière évacuée, excrément.
Étymologie: ὑποχωρέω.
German (Pape)
τό, Stuhlgang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχώρημα: τό, τὸ ὑποχωρούμενον, ἀποπάτημα, περίττωμα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, 1261, Θεοφρ. Χαρ. 20, κλπ.· πρβλ. ὑποχωρέω ΙΙ. ὑποχώρησις ΙΙ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α ὑποχωρῶ
περίττωμα.
Greek Monotonic
ὑποχώρημα: -ατος, τό, προϊόν εκκένωσης, περίττωμα, σε Θεόφρ.