εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια
2. κοινή ονομασία του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυλαίμης].