ἐντράπελος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἐντρέπω ΙΙ.4) shameful, dub. l. in Pi.P.4.105, Thgn.400 cod.A.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
vergonzoso, ignominioso κέρδεα Pi.P.1.92, ἔπος Pi.P.4.105 (cód.), cf. Sch.Pi.P.4.186a
•neutr. plu. como adv. ἐντράπελα reverentemente, escrupulosamente ἐ. ἀθανάτων μῆνιν ἀλευάμενος Thgn.400.
English (Slater)
ἐντρᾰπελος shameful cf. van Groningen on Theogn. 400. μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (v.l. εὐτραπέλοις: εὐτράπλοις Bücheler: locus metri causa varie temptatus v. Körte, GGA, 1901, 969.) (P. 1.92) οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν (codd.: ἐκτράπελον Heyne e Σ.) (P. 4.105)
Greek Monolingual
ἐντράπελος, -ον (Α)
αισχρός, επαίσχυντος, επονείδιστος.