χλανίσκιον
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Ach.519, Aeschin.1.131; ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χλανίς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].
Greek Monotonic
χλᾰνίσκιον: τό, υποκορ. του χλανίς, μικρό ένδυμα, σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, χλανισκίδιον, τό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χλᾰνίσκιον: τό Arph., Aeschin. demin. к χλανίς.
Middle Liddell
χλᾰνίσκιον, ου, τό, [Dim. of χλανίς
a cloaklet, Ar., Aeschin.: so χλανισκίδιον, ου, τό, Ar.