ἀτμιδώδης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ες,
A vaporous, ἀναθυμίασις Arist.Mete.341b8 (Comp.),360a9; ὁ βορέας ib.358a35; ἀήρ Id.GA786a12.
II full of vapour, γῆ Clidem. ap. Thphr.CP3.23.2.
Spanish (DGE)
-ες
1 de la naturaleza del vapor ἀναθυμίασιν ... διπλῆν τὴν μὲν ἀτμιδωδεστέραν, τὴν δὲ πνευματωδεστέραν Arist.Mete.341b8, 360a9.
2 lleno de vapor ὁ δὲ βόρεας ἅτε ἀφ' ὑγρῶν τόπων ἀ. Arist.Mete.358a35, ἀήρ Arist.GA 786a12, γῆ Clidem.35.
German (Pape)
[Seite 387] ες, dunstig, voll Dampf, Arist. Meteor. 1, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ἀτμοειδής, ἀτμώδης, περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 2., 2. 4, 3, κ. ἀλλ.· ὁ βορέας αὐτόθι 2. 3, 25· ἀὴρ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀτμιδώδης: парообразный или полный испарений (ἀήρ, ἀπορροή Arst.).