ἀσύνοπτος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον,
1not easily perceived, undiscerning, that cannot be encompassed in the gaze, difficult to perceive, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.
2 obtuse Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
•neutr. como adv. sin discernir, sin ver = ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on ne peut embrasser d'un coup d'œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνοπτος: невидимый, незаметный (τινι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.
Greek Monolingual
ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.
Greek Monotonic
ἀσύνοπτος: -ον, αυτός που δεν διακρίνεται εύκολα, δυσδιάκριτος, σε Αισχίν.