ῥακτός

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτός Medium diacritics: ῥακτός Low diacritics: ρακτός Capitals: ΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: rhaktós Transliteration B: rhaktos Transliteration C: raktos Beta Code: r(akto/s

English (LSJ)

ή, όν, A broken, rugged, βούσταθμα Lyc. 92. II Subst. -τός, ὁ, ravine, Hsch.

German (Pape)

[Seite 833] abgerissen, abschüssig, jäh, schroff, ῥακτῶν βουστάθμων, Lycophr. 92, erkl. der Schol. τραχέων.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτός: -ή, -όν, (ῥάσσω) τραχύς, ῥακτῶν βουστάθμων, «τραχειῶν βουστάσεων» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ῥακτοί· φάραγγες πέτραι, χαράδραι» Ἡσύχ..

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. (για τόπο) κρημνώδης, δύσβατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ῥακτοί
(κατά τον Ησύχ.) «φάραγγες, πέτραι, χαράδραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. αορ. -ρράγ-ην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].

Frisk Etymological English

See also: s. ῥήγνυμι.

Frisk Etymology German

ῥακτός: {rhaktós}
See also: s. ῥήγνυμι.
Page 2,641