πολυπόρευτος

From LSJ
Revision as of 11:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπόρευτος Medium diacritics: πολυπόρευτος Low diacritics: πολυπόρευτος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: polypóreutos Transliteration B: polyporeutos Transliteration C: polyporeftos Beta Code: polupo/reutos

English (LSJ)

ον, much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.

German (Pape)

[Seite 669] viel gegangen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].