σινίασμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίασμα Medium diacritics: σινίασμα Low diacritics: σινίασμα Capitals: ΣΙΝΙΑΣΜΑ
Transliteration A: siníasma Transliteration B: siniasma Transliteration C: siniasma Beta Code: sini/asma

English (LSJ)

ατος, τό, chaff, detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.

German (Pape)

[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.