νεκροδόκος

From LSJ
Revision as of 15:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδόκος Medium diacritics: νεκροδόκος Low diacritics: νεκροδόκος Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: nekrodókos Transliteration B: nekrodokos Transliteration C: nekrodokos Beta Code: nekrodo/kos

English (LSJ)

ον, = νεκροδέγμων, receiving the dead, κλιντήρ AP7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).

Russian (Dvoretsky)

νεκροδόκος: Anth. = νεκροδέγμων.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, Ἀνθ. Π. 7. 634.

Greek Monolingual

νεκροδόκος, -ον (Α)
(για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιεροδόκος, μηλοδόκος.

Greek Monotonic

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-δόκος, ον = νεκροδέγμων, Anth.]