ἐμπερονατρίς
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= ἐμπερόνημα 1, Hsch.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ capa o manto doble Hsch., cf. ἐμπερόνημα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερονατρίς: -ίδος, ἡ, «ἱμάτιον διπλοῦν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐμπερονατρίς, η (Α)
διπλό ιμάτιο, διπλοΐς.