λαμπρότοξος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, with radiant bow, Sch.D Il.1.37, Eust.32.45.
German (Pape)
[Seite 13] mit glänzendem Bogen, Schol. Il. 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρότοξος: -ον, ἔχων λάμπον, ἀκτινοβόλον τόξον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 37.
Greek Monolingual
λαμπρότοξος, -ον (AM)
αυτός που έχει τόξο γυαλιστερό.