διατρεπτικός

From LSJ
Revision as of 18:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρεπτικός Medium diacritics: διατρεπτικός Low diacritics: διατρεπτικός Capitals: ΔΙΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatreptikós Transliteration B: diatreptikos Transliteration C: diatreptikos Beta Code: diatreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, dissuasive, λόγος Plu.2.788f.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 disuasorio λόγος Plu.2.788f
sup. neutr. plu. como adv. διατρεπτικώτατα de forma totalmente disuasoria δυσωπεῖ Clem.Al.Strom.2.10.47.
2 adv. -ῶς dando vueltas, rodando glos. a περιστροφάδην Sch.Opp.H.5.146.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à détourner, à dissuader.
Étymologie: διατρέπω.

Russian (Dvoretsky)

διατρεπτικός: отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.

Greek Monolingual

διατρεπτικός, -ή, -όν (Α)
αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.).