ἄκτιτος

From LSJ
Revision as of 15:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτῐτος Medium diacritics: ἄκτιτος Low diacritics: άκτιτος Capitals: ΑΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: áktitos Transliteration B: aktitos Transliteration C: aktitos Beta Code: a)/ktitos

English (LSJ)

ον, poet. for ἄκτιστος, untilled, h.Ven.123.

Spanish (DGE)

(ἄκτῐτος) -ον
no cultivado, virgen o quizá no repartido en κτοῖναι: (γῆν) ἄκληρόν τε καὶ ἄκτιτον h.Ven.123.
• Diccionario Micénico: a-ki-ti-to.

German (Pape)

[Seite 86] für ἄκτιστος, γῆ, unbebaut, H. h. Ven. 123.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non cultivé.
Étymologie: , *κτίω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτιτος: необработанный (γῆ HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτῐτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκτιστος, ἀκαλλιέργητος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 123.

Greek Monolingual

ἄκτιτος, -ον (Α)
(για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α-ki-ti-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος της λέξης ἄκτιστος].

Greek Monotonic

ἄκτῐτος: -ον (κτίζω), ακαλλιέργητος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κτίζω
untilled, Hhymn.