ξυστάδες
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
αἱ πυκναὶ ἄμπελοι, Hsch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: αἱ πυκναὶ ἄμπελοι, ἄμεινον δε τὰς εἰκῃ̃ καὶ μη κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν H.
See also: S. συστάς.
Frisk Etymology German
ξυστάδες: {ksustádes}
Meaning: αἱ πυκναὶ ἄμπελοι, ἄμεινον δὲ τὰς εἰκῇ καὶ μὴ κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν H.
See also: — S. συστάς.
Page 2,341