κεκοτηώς
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
v. κοτέω. κεκράανται, κεκράαντο, v. κραίνω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. (au sens d'un prés.) de κοτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκοτηώς ep. ptc. perf. act. van κοτέω.
Russian (Dvoretsky)
κεκοτηώς: эп. part. pf. к κοτέω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκοτηώς: ἴδε ἐν λέξ. κοτέω.
English (Autenrieth)
see κοτέω.
Greek Monotonic
κεκοτηώς: Επικ. μτχ. παρακ. του κοτέω.