εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: μυρτίλωψ | Medium diacritics: μυρτίλωψ | Low diacritics: μυρτίλωψ | Capitals: ΜΥΡΤΙΛΩΨ |
Transliteration A: myrtílōps | Transliteration B: myrtilōps | Transliteration C: myrtilops | Beta Code: murti/lwy |
ζῷόν τι, Hsch.
μυρτίλωψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί-λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»].