Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Full diacritics: μῡρῐότῑμος | Medium diacritics: μυριότιμος | Low diacritics: μυριότιμος | Capitals: ΜΥΡΙΟΤΙΜΟΣ |
Transliteration A: myriótimos | Transliteration B: myriotimos | Transliteration C: myriotimos | Beta Code: murio/timos |
ον, = πολύτιμος, Cyr.
μῡριότῑμος: -ον, μυριάκις τίμιος, πολύτιμος, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 855Ε.
μυριότιμος, -ον (ΑΜ)
εξαιρετικά πολύτιμος, ατίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].