χαλκῖτις

From LSJ
Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκῖτις Medium diacritics: χαλκῖτις Low diacritics: χαλκίτις Capitals: ΧΑΛΚΙΤΙΣ
Transliteration A: chalkîtis Transliteration B: chalkitis Transliteration C: chalkitis Beta Code: xalki=tis

English (LSJ)

ιδος (εως Gal. 13.375), ἡ, A containing copper, λίθος χ. copper-ore, worked in Cyprus, Arist.HA552b10; and in Euboea, Plu.2.434a. 2 a mineral, rock-alum, Emp. ap. Gal.15.32 (sed v. foreg.), Dsc.5.99, POxy.1088.19 (i A. D.), Sor.2.41; χ. στυπτηρίη Hp.Ulc.14; χ. κυανέη (of doubtful nature) ib.21. II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

French (Bailly abrégé)

ίτεως ou ίτιδος
adj. f.
de cuivre.
Étymologie: χαλκός.

German (Pape)

fem. zu χαλκίτης.

Russian (Dvoretsky)

χαλκῖτις: εως и ιδος adj. f содержащая медь: χ. λίθος Arst. медный колчедан.
ιδος ἡ (sc. φλέψ) меденосная жила Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκῖτις: -ιδος, ἡ, περιέχουσα χαλκόν, λίθος χ., μεταλλικὴ πέτρα περιέχουσα χαλκόν, ἣν ἐκαμίνευον ἐν Κύπρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24· καὶ ἐν Εὐβοίᾳ, χ. φλὲψ Πλούτ. 2. 434Α. 2) ὀρυκτόν τι, στυπτηρία, Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην., Διοσκ. 5. 115· πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. στυπτηρία. ΙΙ. = χρυσάνθεμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 58.

Greek Monolingual

-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α
βλ. χαλκίτιδα.