ἐπίτηκτος

From LSJ
Revision as of 14:42, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτηκτος Medium diacritics: ἐπίτηκτος Low diacritics: επίτηκτος Capitals: ΕΠΙΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: epítēktos Transliteration B: epitēktos Transliteration C: epitiktos Beta Code: e)pi/thktos

English (LSJ)

ον, A overlaid with gold, στέφανον χρυσοῦν, οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Alex.96. 2 with gold or gilded ornaments laid on, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐ. IG22.1386.16; στλεγγίδιον ἐ. ib.1544.13. II metaph., counterfeit, ἐπίτηκτα φιλεῖν AP5.186 (Mel.); 'veneer', Cic.Att.7.1.5.

German (Pape)

[Seite 992] darauf geschmolzen, angelöthet, bes. von erhabenen Metallarbeiten, die auf größere metallene Gefäße aufgelöthet wurden, vgl. Böckh Staatshaush. II p. 301; κύλιξ Alexis bei Ath. XI, 471 e; erkünstelt, erheuchelt, verstellt, ἐπίτηκτα φιλοῦσα ἥλως, οὐ κρύπτει πλαστὸν ἔρωτα χρόνος Mel. 62 (V, 187); vgl. Cic. ad Att. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 plaqué (d'or, etc.);
2 fig. feint, simulé, faux.
Étymologie: ἐπιτήκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτηκτος: -ον, ἐπίχρυσος, στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., ἐπίχρυσος, αὐτόθι 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, κίβδηλος, ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.

Greek Monolingual

ἐπίτηκτος, -ον (Α)
1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο
2. (ειδ.) επίχρυσος
3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα
4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω «λειώνω»).

Greek Monotonic

ἐπίτηκτος: -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, επίχρυσος· μεταφ., πλαστός, κίβδηλος, σε Ανθ.

Middle Liddell


overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth. [from ἐπιτήκω