ἤνις
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ἡ, epithet of cows, of uncertain meaning (yearling, fr. ἔνος (c), acc. to EM432.2, Hsch.), used by Hom. only in acc. sg. and pl.: gen. ἤνῐος A.R.4.174:—βοῦς . . ἤνῑς ἠκέστας Il.6.94,275,309; βοῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην 10.292, Od.3.382. (ἦνιν codd. and Ptol. Oroandae ap. Hdn.Gr.2.71; ἤνιν Tyrannioibid.: perhaps a stem in ῑ.)
Greek Monolingual
ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῑς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adj. of βοῦς, βοῦν (Hom.)
Other forms: acc. pl.; sg. ἤνιν (ἦνιν?); gen. sg. ἤνιος A. R. 4, 174.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. with sch. Α 1 yearling, one-year-old, Vr̥ddhiformation of a word for year, seen also in ἐνιαυτός (s. v.)? Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 114 n. 1 (= Kl. Schr. 2, 1171 n. 1) with criticism of other ideas. On the stem-formation Schwyzer 463 with n. 5. Criticism also by Szemerényi, Sprache 11 (1965) 6-12.
Frisk Etymology German
ἤνις: {ḗnīs}
Forms: Akk. pl.; sg. ἤνιν (ἦνιν?); Gen. sg. ἤνιος A. R. 4, 174.
Meaning: ep. Beiwort von βοῦς, βοῦν (Hom.)
Etymology : Wohl mit Sch. Α 1 Jährling, einjährig, Vr̥ddhibildung von einem Wort für Jahr, das auch in ἐνιαυτός (s. d.) u. a. erhalten ist. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 114 A. 1 (= Kl. Schr. 2, 1171 A. 1) mit Kritik anderer Ansichten. Zur Stammbildung Schwyzer 463 mit A. 5.
Page 1,638