παρακειμένως

Revision as of 07:18, 6 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ")

English (LSJ)

A Adv. similarly, σκύφος π. ἔχων τὰ ὦτα Ath.11.489b, cf. Corn.ND32. II next, following, τῷ περὶ θεῶν λόγῳ Placit.1.8.1 (dub.); in the next place, ib.4.22.3, S.E.M.7.227, al. III conveniently, Arr.Epict.3.22.90.

German (Pape)

[Seite 482] daneben, Ath. XI, 489 b; – hierauf, Plut. u. a. Sp., wie S. Emp., deinceps.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 semblablement;
2 de suite, désormais.
Étymologie: part. de παράκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

παρακειμένως: параллельно, попутно или вслед за (π. τῷ περὶ θεῶν λόγῳ τὸν περὶ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακειμένως: Ἐπίρρ., παραλλήλως, πλησίον, Ἀθήν. 489Β. 2) ὁμοίως, Πλούτ. 2. 904Α. ΙΙ. μετὰ ταῦτα, μετὰ τοῦτο, εὐθὺς ἔπειτα, Λατ. deinceps, ὁ αὐτ. 2. 882Β. ΙΙΙ. εὐκόλως, μετ’ εὐκολίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 90.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.)
2: μετά από αυτά, έπειτα
3. με όμοιο τρόπο, ομοίως
4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ του προχείρου («ἵνα ἑτοίμως δύνηται και παρακειμένως πρὸς τὰ ἐμπίπτοντα ἀπαντᾱν», Αρριαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακείμενος του παράκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].