παρακειμένως
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
A Adv. similarly, σκύφος π. ἔχων τὰ ὦτα Ath.11.489b, cf. Corn.ND32.
II next, following, τῷ περὶ θεῶν λόγῳ Placit.1.8.1 (dub.); in the next place, ib.4.22.3, S.E.M.7.227, al.
III conveniently, Arr.Epict.3.22.90.
German (Pape)
[Seite 482] daneben, Ath. XI, 489 b; – hierauf, Plut. u. a. Sp., wie S. Emp., deinceps.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 semblablement;
2 de suite, désormais.
Étymologie: part. de παράκειμαι.
Russian (Dvoretsky)
παρακειμένως: параллельно, попутно или вслед за (π. τῷ περὶ θεῶν λόγῳ τὸν περὶ ἡρώων ἱστορητέον Plut.; τὰς ἐνστάσεις π. ἐκθησόμεθα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακειμένως: Ἐπίρρ., παραλλήλως, πλησίον, Ἀθήν. 489Β. 2) ὁμοίως, Πλούτ. 2. 904Α. ΙΙ. μετὰ ταῦτα, μετὰ τοῦτο, εὐθὺς ἔπειτα, Λατ. deinceps, ὁ αὐτ. 2. 882Β. ΙΙΙ. εὐκόλως, μετ’ εὐκολίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 90.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.)
2: μετά από αυτά, έπειτα
3. με όμοιο τρόπο, ομοίως
4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ του προχείρου («ἵνα ἑτοίμως δύνηται και παρακειμένως πρὸς τὰ ἐμπίπτοντα ἀπαντᾱν», Αρριαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακείμενος του παράκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].