σύμπτυκτος

From LSJ
Revision as of 20:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπτυκτος Medium diacritics: σύμπτυκτος Low diacritics: σύμπτυκτος Capitals: ΣΥΜΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmptyktos Transliteration B: symptyktos Transliteration C: symptyktos Beta Code: su/mptuktos

English (LSJ)

ον, folded together, trussed up, ἄρνα σ. Diph.90; σ. ἀνάπαιστοι folded anapaestics, dub. sens. in Pherecr.79 (spondaic acc. to Sch.Metr.Pi.O.4); πλαίσια ξύμπτυκτα (perhaps dovetailed) is the best reading (Poll.10.148, Suid.) in Ar.Ra.800 (συμπηκτά is v.l.).

German (Pape)

[Seite 990] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον,
plié ensemble ou replié sur soi-même, PHERECR. (Com. fr. 2, 283).
Étymologie: συμπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] samengevouwen, inklapbaar:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.

Russian (Dvoretsky)

σύμπτυκτος: сложенный или складной (πλαίσια Arph. - v.l. к σύμπηκτος).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπτυκτος: -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., ἀρνίον διασχισθὲν ὅπως παραγεμισθῇ καὶ πάλιν εἶτα συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. σύμπηκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπτύσσω
1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος
2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.