ἀποκληρωτικός

From LSJ
Revision as of 18:09, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκληρωτικός Medium diacritics: ἀποκληρωτικός Low diacritics: αποκληρωτικός Capitals: ΑΠΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apoklērōtikós Transliteration B: apoklērōtikos Transliteration C: apoklirotikos Beta Code: a)poklhrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A choosing or acting by lot or chance, at random, τὸ-κόν S.E.P.3.79; absurd, λόγος Phlp.in Mete.82.35, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21. II assigning, allotting, δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀ. Simp.in Epict.p.104 D.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa al azar, aleatorio τὸ μὲν γὰρ πρὸς ἀκρίβειαν ἐπιχειρεῖν ὁρίζειν τὸν τόπον ... ἀποκληρωτικόν S.E.P.3.79
irracional, absurdo λόγος Phlp.in Mete.82.35, Leont.Byz.M.86.1924A, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21, Dam.in Phd.210, Procl.in Ti.1.438.13
de forma indiscriminada Origenes Io.1.36.
2 que reparte, que asigna δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀποκληρωτικάς Simp.in Epict.p.104.
II adv. -ῶς
1 caprichosamente, indiscriminadamente Origenes Io.10.3, Cels.3.23.
2 exclusivamente Eus.M.24.184D, Basil.M.32.185D.

German (Pape)

[Seite 307] nach dem Loose wählend, auf's Gerathewohl behauptend, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκληρωτικός: зависящий от жребия, случайный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐκλέγων ἢ ἐνεργῶν διὰ κλήρου, ἤτοι κατὰ τύχην, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 79. ― Ἐπιρρ. -κῶς Ὠριγέν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποκληρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την αποκλήρωση
αρχ.
1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη
2. «ἀποκληρωτικός λόγος» — ο ασαφής.