δενδρόκομος
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
ον, A grown with wood, ἐναύλεια E.Hel.1107 (lyr.); ὀρέων κορυφαί Ar.Nu. 280 (lyr.). II δενδροκόμος, ον, tree-tending, Nonn.D.47.182, 199.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [ép. gen. -οιο Nonn.D.47.182]
1 cubierto de árboles, frondoso ἔναυλοι E.Hel.1107, cf. Nonn.D.2.401, ὀρέων κορυφαί Ar.Nu.280
•de una ciu., Nonn.D.13.513.
2 poét. cuidador de árboles μακέλλη Nonn.l.c.
German (Pape)
[Seite 546] mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίθτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d'arbres.
Étymologie: δένδρον, κόμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρόκομος -ον [δένδρον, κόμη] met bomen begroeid.
Russian (Dvoretsky)
δενδρόκομος: поросший лесом, облесенный (ἐναύλεια Eur.; ὀρέων κορυφαί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δενδρόκομος: -ον, (δένδρ. κόμη) ὁ δένδροις κατάφυτος, κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259.
Greek Monolingual
ο
βλ. δενδροκόμης.