κατατρυφάω

From LSJ
Revision as of 13:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῠφάω Medium diacritics: κατατρυφάω Low diacritics: κατατρυφάω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΦΑΩ
Transliteration A: katatrypháō Transliteration B: katatryphaō Transliteration C: katatryfao Beta Code: katatrufa/w

English (LSJ)

A make merry, be insolent, Luc.JTr.53; = κατασπαταλάω, Hsch. II c. gen., delight in, τοῦ Κυρίου LXX Ps.36(37).4; ἐπὶ πλήθει εἰρήνης ib.ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être arrogant.
Étymologie: κατά, τρυφάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῠφάω: ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς διάγω, Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, ἡδέως διατρίβω ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, πρός τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ.

German (Pape)

worin schwelgen, bes. in der Rede, sich weitläufig über Etwas ergehen, Sp.; höhnen, Luc. Iup. Tr. 53.

Russian (Dvoretsky)

κατατρυφάω: издеваться, глумиться Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρυφάω brutaal zijn, spotten.