κριτήρ
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A = κριτής, IG4.493 (Mycenae). II interpreter of dreams, Nic.Dam.66.9J. III f.l. for κραντήρ (q.v.), Arist. ap. EM742.37.
German (Pape)
[Seite 1511] ῆρος, ὁ, = κριτής; nur von Zähnen, der Weisheitzahn, E. M. 742, 37. Vgl. κραντήρ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτήρ: -ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κραντήρ.
Greek Monolingual
κριτήρ, ὁ (Α)
1. αυτός που κρίνει, ο κριτής
2. ονειροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κινητήρ, νιπτήρ)].