ἀκρότητος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότητος Medium diacritics: ἀκρότητος Low diacritics: ακρότητος Capitals: ΑΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akrótētos Transliteration B: akrotētos Transliteration C: akrotitos Beta Code: a)kro/thtos

English (LSJ)

ον, A not beaten down, Hld.9.8. II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].

German (Pape)

nicht geschlagen, γῆ Heliod. 9.8; κύμβαλα com. bei Ath. IV.164 f. die nicht zusammen klingen, vgl. Hesych. und B.A. 3.17.