ὀνήτωρ
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
Dor. ὀνάτωρ [ᾱ], ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, beneficial, τόκος ὀνάτωρ Pi.O.10(11).9(corr. Herm. for θνατῶν), cf. Trag.Adesp.405 (cj. Bgk.), Hsch.; name of a plaster, ὀνήτωρ εἰς ἅπαντα Androm. ap. Gal.13.840.
German (Pape)
[Seite 347] ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὄνησιν φέρων, Hesych. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὁ ὄνησιν φέρων, τόκος ὀνάτωρ Πινδ. Ο. 10 (11). 12 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ θνατῶν), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].
Greek Monotonic
ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, σε Πίνδ.