λεπτολογία
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
ἡ, A subtle argument, quibbling, Hermipp.22, Stoic.1.89, Philostr.VA1.17. II = κνιπότης, Phryn.PSp.85 B. 2 chicanery, PMasp.151.201 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 30] ἡ, dasselbe; Hermipp. in VLL.; Schol. Ar. Nubb. 130; Philostr. u. a. Sp.; nach B. A. 49 τὸ περὶ τῶν μικρῶν φροντίζειν καὶ ἀδολεσχεῖν; aber auch κνιπότης, Kleinigkeitskrämerei, Knauserei; vgl. Poll. 2, 123.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολογία: ἡ, μικρολόγος συζήτησις, σοφιστικὴ ἐξέτασις λεπτῶν πραγμάτων, Ἕρμιππ. ἐν «Δημόταις» 4, Φιλόστρ. 21· - ὡσαύτως, = κνιπότης, Α. Β. 49.
Greek Monolingual
η (Α λεπτολογία) λεπτολόγος
η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος
νεοελλ.
η ιδιότητα του λεπτολόγου
αρχ.
1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος
2. η κνιπότης
3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία.