λεπτολογία

From LSJ
Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτολογία Medium diacritics: λεπτολογία Low diacritics: λεπτολογία Capitals: ΛΕΠΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: leptología Transliteration B: leptologia Transliteration C: leptologia Beta Code: leptologi/a

English (LSJ)

ἡ, A subtle argument, quibbling, Hermipp.22, Stoic.1.89, Philostr.VA1.17. II = κνιπότης, Phryn.PSp.85 B. 2 chicanery, PMasp.151.201 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, dasselbe; Hermipp. in VLL.; Schol. Ar. Nubb. 130; Philostr. u. a. Sp.; nach B. A. 49 τὸ περὶ τῶν μικρῶν φροντίζειν καὶ ἀδολεσχεῖν; aber auch κνιπότης, Kleinigkeitskrämerei, Knauserei; vgl. Poll. 2, 123.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολογία: ἡ, μικρολόγος συζήτησις, σοφιστικὴ ἐξέτασις λεπτῶν πραγμάτων, Ἕρμιππ. ἐν «Δημόταις» 4, Φιλόστρ. 21· - ὡσαύτως, = κνιπότης, Α. Β. 49.

Greek Monolingual

η (Α λεπτολογία) λεπτολόγος
η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος
νεοελλ.
η ιδιότητα του λεπτολόγου
αρχ.
1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος
2. η κνιπότης
3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία.