εὐαδίκητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἀδικέω) A liable to wrong, And.4.15, Luc.Tim. 32, Hipparch. ap. Stob.4.4.4. II Medic., easily injured, Sor.1.47, 106, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.16, Gal.10.542.
German (Pape)
[Seite 1055] der leicht zu beleidigen ist, schwach, Andoc. 4, 15; Luc. Tim. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on peut facilement nuire.
Étymologie: εὖ, ἀδικέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰδίκητος: которому нетрудно нанести ущерб, которого можно безнаказанно обижать, безответный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐᾰδίκητος: -ον, (ἀδικέω) ὁ εὐκόλως ἀδικούμενος, Ἀνδοκ. 31. 7, Λουκ. Τίμ. 32, Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 573. 40.
Greek Monolingual
εὐαδίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αδικείται εύκολα
2. ιατρ. αυτός που παθαίνει βλάβες εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αδικώ].