θεσμοφόριος

From LSJ
Revision as of 11:21, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοφόριος Medium diacritics: θεσμοφόριος Low diacritics: θεσμοφόριος Capitals: ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: thesmophórios Transliteration B: thesmophorios Transliteration C: thesmoforios Beta Code: qesmofo/rios

English (LSJ)

ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866. II (sc. μήν) name of month at Rhodes, IG12(1).3.5; in Crete, GDI5149.58.

Greek Monolingual

θεσμοφόριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος
ονομασία μήνα στους Ροδίους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῖον
ναός της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια
3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» — είδος δακτυλικού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόριος (< -φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνηφόριος, ξυλοφόριος].