αὐτοτέλεια

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοτέλεια Medium diacritics: αὐτοτέλεια Low diacritics: αυτοτέλεια Capitals: ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: autotéleia Transliteration B: autoteleia Transliteration C: aftoteleia Beta Code: au)tote/leia

English (LSJ)

ἡ, A perfection, completeness, Ocell.1.9. II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 la perfección en sí τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.
2 gram. oración completa o correcta A.D.Synt.12.4, αὐτοτέλεια τοῦ λόγου A.D.Synt.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adu.182.16.

German (Pape)

[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.

Greek Monolingual

η (Α αὐτοτέλεια) αυτοτελής
νεοελλ.
αυθυπαρξία, ανεξαρτησία
αρχ.
άκρα τελειότητα, εντέλεια.