κλιμακοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκοφόρος Medium diacritics: κλιμακοφόρος Low diacritics: κλιμακοφόρος Capitals: ΚΛΙΜΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: klimakophóros Transliteration B: klimakophoros Transliteration C: klimakoforos Beta Code: klimakofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing a ladder, Plb.10.12.1, D.S.18.33, App.Mith.26. 2 bearing on a bier, Hsch. (κλιματ-cod.).

German (Pape)

[Seite 1453] eine Leiter (Sturmleiter) tragend; Pol. 10, 12, 1; D. Sic. 18, 33; App. Hithr. 26. Vgl. auch κλιμακηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

κλῑμᾰκοφόρος: несущий лестницы Polyb., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκοφόρος: -ον, φέρων κλίμακα, Πολύβ. 10. 12, 1, Διόδ. 18. 33, κτλ. 2) ὁ ἐπὶ κλιμακίου φέρων νεκρόν, ἐν τῷ τύπῳ κλιμακηφόρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, -ον)
αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι' ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῖσθαι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» — το κλιμακοστάσιο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος
ὁ ἐπὶ κλιμακίου (= φερέτρου) τιθεὶς τὸν νεκρόν» — αυτός που μεταφέρει τον νεκρό τοποθετημένον στο φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + (η)φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, στεφανηφόρος.