ἐξάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνθρωπος Medium diacritics: ἐξάνθρωπος Low diacritics: εξάνθρωπος Capitals: ΕΞΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: exánthrōpos Transliteration B: exanthrōpos Transliteration C: eksanthropos Beta Code: e)ca/nqrwpos

English (LSJ)

ον, A unsociable, of epileptics, Aret.SD1.4. II ἐ. ἡ συμφορή it (epilepsy) is an inhuman calamity, Id.SA1.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se aparta de la figura normal del cuerpo humano, deforme ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.SA 1.6.8.
2 que se aparta de los demás hombres, de los epilépticos, insociable Aret.SD 1.4.3.

German (Pape)

[Seite 869] entmenscht, unmenschlich, Sp.; auch act., συμφορά, unmenschlich, wild machend, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνθρωπος: -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπάνθρωπος, Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω ἑαυτοῦ, ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.

Greek Monolingual

ἐξάνθρωπος, -ον (AM)
μσν.
απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση
αρχ.
1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος
2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.