ἐξάνθρωπος
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
ον, A unsociable, of epileptics, Aret.SD1.4. II ἐ. ἡ συμφορή it (epilepsy) is an inhuman calamity, Id.SA1.6.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se aparta de la figura normal del cuerpo humano, deforme ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.SA 1.6.8.
2 que se aparta de los demás hombres, de los epilépticos, insociable Aret.SD 1.4.3.
German (Pape)
[Seite 869] entmenscht, unmenschlich, Sp.; auch act., συμφορά, unmenschlich, wild machend, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνθρωπος: -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπάνθρωπος, Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω ἑαυτοῦ, ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
Greek Monolingual
ἐξάνθρωπος, -ον (AM)
μσν.
απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση
αρχ.
1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος
2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.