ὑδροχόα
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
(Moer.p.381 P.) or ὑδρο-χόη (Ostr.Bodl.i393, Gloss.), ἡ, conduit, aqueduct, Xenocr. ap. Orib.2.58.3 (pl.), Hsch., etc.; less Att. than ὑδρορρόη, Moer.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχόα: ἢ -χόη, ἡ, ὀχετός, ὑδραγωγεῖον, ἀμάρα, Ὀρειβάσ., Ἡσύχ., κλπ. ἧττον Ἀττικ. τοῦ ὑδρορρόη, Μοῖρ. 381.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(μτγν
τ.) βλ. υδροχόη.