ἐμβαδικός
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
όν, A square, πήχεις PTeb.472 (ii A.D.), cf. Hero *Mens.23.2, al. II -κόν, τό, tax paid by tenants of land, Ostr.1024.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. ἐμβατ- Ostr.1358 (II a.C.), PLond.191.19 (II d.C.)
1 metrol. de superficie, cuadrado ἐὰν δὲ πήχεις ἐμβαδικοὶ πόσοι πόδες ἐμβαδικοί; si tenemos codos cuadrados, ¿cuántos pies cuadrados son? Didym.Mens.23, cf. Hero Tab.H.1.20, 2.12, PTeb.472 (II d.C.), BGU 1037.21 (I d.C.), PLond.l.c., SB 10299.2 (III d.C.).
2 subst. τὸ ἐ. (sc. τέλος) impuesto de toma de posesión de terrenos arrendados ἀπέχω παρὰ σοῦ τὸ ἐμβαδικὸν καὶ τὸ ἐκφόριον τοῦ κλήρου Ostr.1024 (ptol.), cf. l.c., τοῦ ἐδάφους Ostr.1262 (ptol.), cf. PDryton 40.3, PMich.200re.10 (ambos II a.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμβαδικός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο εμβαδόν
αρχ.
τετραγωνικός.