εὔφιμος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, A well-bitted, well-bridled, Hdn.Epim.178 (hence εὐφῑμία, v. εὐκαμία). II astringent, styptic, Nic.Al.275.
German (Pape)
[Seite 1106] 1) sehr zusammenziehend, Nic. Al. 275. – 2) vom Pferde, dem ein Gebiß gut anzulegen ist, Hdn. epimer. 178.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφῑμος: εὐχαλίνωτος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, στυπτικός, εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275.
Greek Monolingual
εὔφιμος, -ον (Α)
1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό
2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»].