ἐνδημία

From LSJ
Revision as of 15:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδημία Medium diacritics: ἐνδημία Low diacritics: ενδημία Capitals: ΕΝΔΗΜΙΑ
Transliteration A: endēmía Transliteration B: endēmia Transliteration C: endimia Beta Code: e)ndhmi/a

English (LSJ)

Dor. ἐνδᾱμία, ἡ, dwelling in a place, lodging, sojourning, τὴν ἐ. ποιεῖσθαι IG12(5).533.5 (Ceos, ii B. C.), cf. 4.679.18 (Hermione), 5(1).7 (Sparta), Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐνδαμ- IG 4.679.18 (Hermíone II a.C.), SEG 31.574.7 (Larisa II a.C.)
estancia
a) en otra ciudad de carácter temporal, gener. breve: de altos funcionarios y autoridades diversas ἔν τε τ[αῖ] ς ἐνδημίαις τῶν ἡ[γο] υμένων SEG 39.605.3 (Morrilo III a.C.), τὴν ἐνδημίαν ποεῖται καλῶς καὶ εὐτάκτως IG 12(5).533.5 (Ceos II a.C.), cf. 11(4).750.8 (II a.C.), ἡδίστην ἡγούμενος τὴν ἐνδημίαν αὐτῶν SIG 798.15 (Cízico I d.C.), de embajadores ἐπαινέσαι δὲ [κ] αὶ τοὺς πρεσβευτὰς καὶ θεωροὺς ἐπί τε τῇ ἀναστροφῇ καὶ ἐνδημίᾳ ἣ[ν ἐ] ποιήσαντο IG 7.4139.25 (Tisbe II a.C.), cf. IG l.c., 9(2).508.6 (Larisa II a.C.), de jueces extranjeros τήν τε ἀναστροφὴν καὶ ἐνδημίαν ἐποιήσαντο ἀξίως ... τῆς ἐξαποστειλάσης αὐτοὺς πόλεως IG 12(5).870.5 (Tenos II a.C.), de soldados extranjeros τήν τε ἐνδημίαν ποιεῖται καλὴν καὶ εὐσχήμονα IIl.73.7 (I a.C.);
b) fig. estancia, residencia en lit. crist., de la encarnación de Cristo ἡ τοῦ κυρίου ἐ. Epiph.Const.Haer.42.9.6, ἡ ἔνσαρκος ἐ. Ath.Al.M.27.588C, τὴν ἐνδημίαν τῆς ἐνσάρκου παρουσίας Epiph.Const.Haer.77.24.2, en un epitafio, ref. a la vida en este mundo ἠτελεύτισεν (sic) ἐ. πικ(ρά) concluyó su amarga estancia (entre los vivos) ICil.59 (V/VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, Anwesenheit, Inscr. 1331 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδημία: Δωρ. ἐνδᾱμία, ἡ, ἡ ἔν τινι τόπῳ διαμονή, τὴν ἐνδ. ποιεῖσθαι Ἐπιγραφ. Κέω ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2356, πρβλ. 1193, 1331, 1339. ΙΙ. παρ᾿ Ἐκκλ., ἡ ἔνσαρκος ἐνδημία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνσάρκωσις, ἡ ἐνανθρώπησις, ἐνδημία Χριστοῦ καὶ ἔνσαρκος παρουσία Ἐπιφάν. κατὰ Αἱρέσ. 1. 26.

Greek Monolingual

η (Α ἐνδημία και δωρ. τύπος ἐνδαμία)
νεοελλ.
νόσος, συχνά λοιμώδης, που εμφανίζεται μόνιμα σ' έναν τόπο με πολλά περιστατικά ή με μορφή επιδημίας
αρχ.
1. διαμονή σ' έναν τόπο
2. εκκλ. η παρουσία του Χριστού στη γη.