ἰσόζυγος

From LSJ
Revision as of 17:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόζῠγος Medium diacritics: ἰσόζυγος Low diacritics: ισόζυγος Capitals: ΙΣΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: isózygos Transliteration B: isozygos Transliteration C: isozygos Beta Code: i)so/zugos

English (LSJ)

ον, Gramm., A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8. II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἰσόζυξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερόζυγος, νεόζυγος].