πιθηκίζω

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκίζω Medium diacritics: πιθηκίζω Low diacritics: πιθηκίζω Capitals: ΠΙΘΗΚΙΖΩ
Transliteration A: pithēkízō Transliteration B: pithēkizō Transliteration C: pithikizo Beta Code: piqhki/zw

English (LSJ)

play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5:—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf): barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.

German (Pape)

[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκίζω: ластиться по-обезьяньи Arph.