ἐναισχύνομαι
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
to be ashamed, c. inf., Sch.S.Tr.803, f.l. in D.C.38.38. (Act. is f.l. in Hsch. s.v. κυπτάζειν.)
Spanish (DGE)
avergonzarse ἡμεῖς ἐναισχυνθῆναι ἔχομεν Hom.Clem.11.32, cf. dud. act. ἐναιχύνειν glos. a κυπτάζειν Hsch.
German (Pape)
[Seite 825] sich dabei schämen, Sp., wie D. Cass. 38, 38; Schol. Soph. Tr. 803.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναισχύνομαι: αἰσχύνομαι ἐν, ἐντρέπομαι διά τι πρᾶγμα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τραχ. 803, Δίων Κ. 38. 38.
Greek Monolingual
ἐναισχύνομαι (Α)
ντρέπομαι για κάτι.