τριγωνοειδής

From LSJ
Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνοειδής Medium diacritics: τριγωνοειδής Low diacritics: τριγωνοειδής Capitals: ΤΡΙΓΩΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trigōnoeidḗs Transliteration B: trigōnoeidēs Transliteration C: trigonoeidis Beta Code: trigwnoeidh/s

English (LSJ)

ές, triangular-shaped, ῥαφαί Arist.HA516a19; Ἰταλία τῷ σχήματι τ. Plb.2.14.4; τ. δύναμις Theo Sm.p.37 H. Adv. -δῶς Eust. ad D.P.242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de triangle, triangulaire.
Étymologie: τρίγωνον, εἶδος.

German (Pape)

ές, in Gestalt, Form eines Dreiecks; Arist. H.A. 3.7; Pol. 2.14.4.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνοειδής: имеющий треугольную форму, похожий на треугольник Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τριγώνῳ, ἔχων σχῆμα τριγώνου, ῥαφαὶ τοῦ κρανίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 3˙ Ἰταλία τῷ σχήματι τρ. Πολύβ. 2. 14, 4, κλπ. Ἐπίρρ. τριγωνοειδῶς, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Ζ. 269 καὶ εἰς Διονύσ. Περιηγ. 242, 331.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου.
επίρρ...
τριγωνοειδώς / τριγωνοειδῶς ΝΜΑ
με σχήμα τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + -ειδής].

Greek Monotonic

τρῐγωνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα τριγώνου, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τρῐγωνο-ειδής, ές εἶδος
triangular-shaped, Polyb.