ἀνορθιάζω

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορθιάζω Medium diacritics: ἀνορθιάζω Low diacritics: ανορθιάζω Capitals: ΑΝΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: anorthiázō Transliteration B: anorthiazō Transliteration C: anorthiazo Beta Code: a)norqia/zw

English (LSJ)

A call out, shout aloud, And.1.29. II prick up, τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.

Spanish (DGE)

1 gritar, chillar ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.Myst.29.
2 aguzar τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορθιάζω: φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. ἀνεγείρω, ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.

Greek Monolingual

ἀνορθιάζω (Α) [[[ορθιάζω]] «φωνάζω»]
1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς
2. φωνάζω δυνατά
3. ανασηκώνω.

Mantoulidis Etymological

(=φωνάζω δυνατά, ξεσηκώνω). Παρασύνθετο άπ' τό ἄνορθος (ἀνά + ὀρθός) ἀπό ρίζα ορ.

German (Pape)

laut reden, Andocid. 1.29.