ὀροβίτης

From LSJ
Revision as of 15:31, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροβίτης Medium diacritics: ὀροβίτης Low diacritics: οροβίτης Capitals: ΟΡΟΒΙΤΗΣ
Transliteration A: orobítēs Transliteration B: orobitēs Transliteration C: orovitis Beta Code: o)robi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, similar to vetch, like vetch, of the size of the vetch (ὄροβος), λίθος D.S.3.13:—fem. ὀροβῖτις, prepared chrysocolla, Plin.HN33.89.

German (Pape)

ὁ, der Kichererbse ähnlich, λίθος, DS. 3.13.

Russian (Dvoretsky)

ὀροβίτης: ου (ῑ) adj. m похожий на горошину вики (λίθος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀροβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ὄροβον ἢ ἔχων τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Διόδ. 3. 13· θηλ. ὀροβῖτις, ἴδε ἐν λέξ. χρυσόκολλα.

Greek Monolingual

ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α)
1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου
2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].