εἰσήγημα
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ατος, τό, A motion, proposal, Aeschin.1.82: pl., Isoc.Ep.1.2. 2 precept, Nic.Dam.p.26D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
propuesta, moción τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ βουλή Aeschin.1.82, cf. Isoc.Ep.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30
•consejo τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38.
German (Pape)
[Seite 743] τό, das Vorgetragene, der Vorschlag, Aesch. 1, 82.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
motion, proposition.
Étymologie: εἰσηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσήγημα: ατος τό предложение Isocr.: τὸ εἰ. τινος ἀποδοκιμάζειν Aeschin. отвергать чье-л. предложение.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήγημα: τό, πρότασις, Αἰσχίν. 12. 3.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσήγημα: -ατος, τό, πρόταση για συζήτηση, σε Αισχίν.
Middle Liddell
εἰσήγημα, ατος, τό, [from εἰσηγέομαι
a proposition, motion, Aeschin.