ξανθόχροος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον, (χρόα, χρώς) with yellow skin, δέμας Mosch.2.84: heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn.D.11.180.
German (Pape)
[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
Greek Monotonic
ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.