κυκλοειδής

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοειδής Medium diacritics: κυκλοειδής Low diacritics: κυκλοειδής Capitals: ΚΥΚΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kykloeidḗs Transliteration B: kykloeidēs Transliteration C: kykloeidis Beta Code: *kukloeidh/s

English (LSJ)

ές, circular, Euc.Opt.36, Onos. 21.6, Ath.7.328d; τὸ κ. Plu.2.1004c. Adv. -δῶς Gal.Phil.Hist.100, Porph.in Cat.133.4.

German (Pape)

[Seite 1526] ές, kreisförmig; Ath. VII, 328 d; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
circulaire.
Étymologie: κύκλος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοειδής: кругообразный, округлый (στρογγύλος καὶ κ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοειδής: -ές, κυκλικός, Ἀθήν. 328D· τὸ κ. Πλούτ. 2. 1004C.

Greek Monolingual

-ές (AM κυκλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κύκλο, κυκλικός
νεοελλ.
φρ. (γεωμ.) «κυκλοειδής καμπύλη» — καμπύλη που γράφεται από σημείο το οποίο κείται σε περιφέρεια κύκλου όταν αυτή κυλίεται χωρίς ολίσθηση σε μια ευθεία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το κυκλοειδές
ο σχηματισμός σε σχήμα κύκλου.
επίρρ...
κυκλοειδώς (Α κυκλοειδῶς)
με σχήμα κύκλου, κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -ειδής].