κυλίσκη

Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence Dim. κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (κοτυλίσκιον Ath.11.479b.)

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― ὅθεν β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον ἄλλοτε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, ἔνθα νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.

Greek Monolingual

κυλίσκη, ἡ (Α)
μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. στεφανίσκη, χυτρίσκη)].

German (Pape)

ἡ, dim. von κύλιξ, Becher; ὀστράκιναι Dion.Hal. 2.23; Poll. 3.95; l.d. bei Ath. XI.481a. Vgl. κυλίχνη.